περιληπτικῶς

περιληπτικῶς
περιληπτικός
that may be taken hold of
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιληπτικός — ή, ό / περιληπτικός, ή, ον, ΝΑ [περιλαμβάνω] 1. αυτός που περιλαμβάνει ή που μπορεί να περιλάβει μέσα του πολλά σε σχέση με την μορφή του 2. φρ. «περιληπτικό όνομα» γραμμ. το κοινό όνομα που, ενώ εκφέρεται με ενικό αριθμό, δηλώνει πλήθος τών… …   Dictionary of Greek

  • συνηγμένως — ΜA επίρρ. περιληπτικώς, με λίγα λόγια («οὐ συνηγμένως αὐτὰ εἰπών», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνηγμένος, μτχ. παρακμ. του συνάγω «περισυλλέγω, μαζεύω» + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՐՈՒՆԱԿԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0638 Chronological Sequence: Unknown date, 8c Տ. ՊԱՐՈՒՆԱԿԱԲԱՐ. περιληπτικῶς summatim. *Եւ պարունակապէս, յորժամ ասիցեն, թէ ամենայն ինչ յԱյ է. Դիոն. ածայ.: *Ո՞յք են պարունակապէս ասացեալք. Մաքս. անդ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”